λινάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λινάρι | τα | λινάρια |
γενική | του | λιναριού | των | λιναριών |
αιτιατική | το | λινάρι | τα | λινάρια |
κλητική | λινάρι | λινάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λινάρι < μεσαιωνική ελληνική λινάρι(ν) < ελληνιστική κοινή λινάριον < αρχαία ελληνική λίνον [1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λινάρι ουδέτερο
- (βοτανική, λουλούδι) αγγειόσπερμο ποώδες φυτό (Linum), το οποίο ανήκει στην τάξη Λινώδη και στην οικογένεια Λινίδες
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αγριολινάρι
- λιναρόσπορος
- λινόχρους
- λινόχρωμος
- → δείτε τη λέξη λινός
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- του λιναριού τα πάθη: για αλλεπάλληλες δυστυχίες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- λινάρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ λινάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)