λιπομαρτυρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιπομαρτυρία < (λείπω) λιπο- + μαρτυρία με βάση την αρχαία φράση «λιπομαρτυρίου δίκη» (δίκη για τη μη παρουσία μάρτυρα) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /li.po.maɾ.tiˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐πο‐μαρ‐τυ‐ρί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιπομαρτυρία θηλυκό
- (νομικός όρος) η απουσία μάρτυρα από δίκη σε δικαστήριο κατά αδικαιολόγητο τρόπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- λιπομάρτυρας
- → δείτε τις λέξεις λείπω και μάρτυρας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιπομαρτυρία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ λιπομαρτυρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας