λυθησόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]λυθησόμενος, -η, -ον
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυθησόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυθησόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού μέλλοντα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)