Μετάβαση στο περιεχόμενο

μανάρι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανάρι τα μανάρια
      γενική του μαναριού των μαναριών
    αιτιατική το μανάρι τα μανάρια
     κλητική μανάρι μανάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μανάρι < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική manări, πληθυντικός αριθμός του manăre < λατινική manuarius < manus + -arius < πρωτοϊταλική *manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂-r̥ / *mh₂-én-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μανάρι ουδέτερο

  1. μικρό αρνάκι, αμνοερίφιο που τρέφεται ειδικά με προορισμό να το σφάξουν νεαρό
     δείτε και τη λέξη βετούλι
  2. (προσφώνηση, μεταφορικά) θαυμαστική προσφώνηση (προς παιδάκι, γυναίκα, άντρα)
     δείτε και τη λέξη καμάρι (διαλεκτικό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]