μελανοχίτωνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μελανοχίτωνας αρσενικό
- (κυριολεκτικά) αυτός που φορά μαύρο χιτώνα (πουκάμισο)
- (ιστορία) μέλος της Εθελοντικής Πολιτοφυλακής Εθνικής Ασφάλειας (Milizia Volontaria per la Sicurezza Nationale, αρχικά MVSN), παραστρατιωτικής ιταλικής φασιστικής οργάνωσης που οργανώθηκε από τον Μπενίτο Μουσολίνι στο μεσοπόλεμο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μελανοχίτωνας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)