μεσοκοιλιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσοκοιλιακός η μεσοκοιλιακή το μεσοκοιλιακό
      γενική του μεσοκοιλιακού της μεσοκοιλιακής του μεσοκοιλιακού
    αιτιατική τον μεσοκοιλιακό τη μεσοκοιλιακή το μεσοκοιλιακό
     κλητική μεσοκοιλιακέ μεσοκοιλιακή μεσοκοιλιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσοκοιλιακοί οι μεσοκοιλιακές τα μεσοκοιλιακά
      γενική των μεσοκοιλιακών των μεσοκοιλιακών των μεσοκοιλιακών
    αιτιατική τους μεσοκοιλιακούς τις μεσοκοιλιακές τα μεσοκοιλιακά
     κλητική μεσοκοιλιακοί μεσοκοιλιακές μεσοκοιλιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσοκοιλιακός < μεσο- + κοιλιακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interventricular[1])

Επίθετο[επεξεργασία]

μεσοκοιλιακός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. μεσοκοιλιακόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)