μεταλλογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταλλογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métallographique < métallographie < αρχαία ελληνική μέταλλον + γράφω
Επίθετο[επεξεργασία]
μεταλλογραφικός
- που έχει σχέση με τη μεταλλογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταλλογραφικός