μεταταγείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεταταγείς & μεταταγέντας |
η | μεταταγείσα | το | μεταταγέν |
γενική | του | μεταταγέντος & μεταταγέντα |
της | μεταταγείσας & μεταταγείσης* |
του | μεταταγέντος |
αιτιατική | τον | μεταταγέντα | τη | μεταταγείσα | το | μεταταγέν |
κλητική | μεταταγείς & μεταταγέντα |
μεταταγείσα | μεταταγέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεταταγέντες | οι | μεταταγείσες | τα | μεταταγέντα |
γενική | των | μεταταγέντων | των | μεταταγεισών | των | μεταταγέντων |
αιτιατική | τους | μεταταγέντες | τις | μεταταγείσες | τα | μεταταγέντα |
κλητική | μεταταγέντες | μεταταγείσες | μεταταγέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεταταγείς < αρχαία ελληνική μεταταγείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος μετατάσσω < μετά + τάσσω < πρωτοελληνική *taťťō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *teh₂g-
Επίθετο
[επεξεργασία]μεταταγείς
- (λόγιο) που μετατάχθηκε
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταταγείς
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'πληγείς' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού αορίστου (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)