μετερίζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετερίζι τα μετερίζια
      γενική του μετεριζιού των μετεριζιών
    αιτιατική το μετερίζι τα μετερίζια
     κλητική μετερίζι μετερίζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετερίζι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική مترس (meteris, οχύρωμα, οχύρωση όπως γύρω από στρατόπεδο)[1] με τροπή [s] > [z] [2] < مترس (meters, σύρτης για το κλείσιμο πόρτας ή καγκελόπορτα όπως στα κάστρα)
→ δείτε  متراس στο αγγλικό Βικιλεξικό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.teˈɾi.zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τε‐ρί‐ζι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετερίζι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) οχυρωμένη θέση μάχης, όρυγμα, χαράκωμα
    ※  (Του Τσέλιου, Τραγώδια των νεωτέρων Ελλήνων, συλλεχθέντα και μεταφρασθέντα εις τα Γερμανικά και εξηγηθέντα για σημειώσεων υπό Καρόλου Θεοδώρου Κίνδ, 1827, σελ. 14 [1])
    Κ' ο Τιλχαβέζος φώναξεν από το μετερίζι :
    «Έκβα , Τσέλιε μ', προσκύνησε, προσκύνα τον Βεζύρην»
    Τσέλιος τ' απελογήθηκεν από το μετερίζι :
    «Όσον 'ν' ο Τσέλιος ζωντανός, πασάν δεν προσκυνάει,
    Πασάν 'χει Τσέλιος το σπαθί, Βεζύρην το τουφέκι»
    ※  Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια, / δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες, / γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα, / που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια. (Του Διάκου, Τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Εκδοτικόν Γραφείον Σείριος, 1970, σελ. 82)
  2. (μεταφορικά) θέση από την οποία αγωνίζεται κανείς
    ※  κοινή μας συνιστώσα η αρχή ότι, απ' όποιο μετερίζι και αν είναι κανείς, κοινωνικό, θρησκευτικό, εθνικό, τα συναισθήματα που βιώνουμε μπροστά σε καταστάσεις ανθρώπινες είναι κοινά (Αλέξανδρος Παπαχριστόπουλος, Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ: Μνήμες διαδρομής 42.195 μέτρων, Publishopia, 2020)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 1696 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
  2. μετερίζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας