μετωποσκοπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετωποσκοπία οι μετωποσκοπίες
      γενική της μετωποσκοπίας των μετωποσκοπιών
    αιτιατική τη μετωποσκοπία τις μετωποσκοπίες
     κλητική μετωποσκοπία μετωποσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετωποσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metoposcopy < αρχαία ελληνική μέτωπον + σκοπέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μετωποσκοπία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]