μονογαμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονογαμία θηλυκό
- (βιολογία), (ζωολογία): κατάσταση όπου το άρρεν ζευγαρώνει με ένα μόνο θήλυ και το ζευγάρωμα αυτό διαρκεί για πολλές εποχές, ή σ΄ όλη τη ζωή.
- (κοινωνιολογία), (θρησκεία): νόμιμη παρούσα κατάσταση κοινωνίας γάμου που υποστηρίζεται και από δύο μονοθεϊστικές θρησκείες
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- στη φύση περιπτώσεις μονογαμίας παρατηρείται κυρίως σε πουλιά, όπως π.χ. σε κύκνους, αντίθετα σε θηλαστικά απαντάται σπάνια.
- ο άνθρωπος ανήκει στα πολυγαμικά ζώα, περιορίζεται στη μονογαμία εξ εθίμου και θρησκείας.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονογαμία
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)