μονοδοσικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοδοσικός -ή, -ό
- νεολογισμός που αναφέρεται πρώτιστα σε φάρμακα, φαρμακευτικά σκευάσματα και εμβόλια:
- (για συσκευασίες) που περιέχει μόνο μία δόση
- ※ Συσκευασία αδιαφανών κυψελών (PVC/αλουμίνιο). 56, 112, 168 ή 180 επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία, ή 56 επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία μονοδοσική συσκευασία (AVANDIA 8MG/TAB BTX28(BLISTERS), «Γαληνός», Οδηγός Φαρμάκων· πρόσβαση: 2021-07-25)
- που γίνεται (ολοκληρώνεται) σε μία μόνο δόση
- ※ Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) αναμένεται να γνωμοδοτήσει για το μονοδοσικό εμβόλιο Covid-19 (Τα Νέα (online έκδοση), 26 Φεβρουαρίου 2021· πρόσβαση: 2021-07-25)
- (για συσκευασίες) που περιέχει μόνο μία δόση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)