μονοπωλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
μονοπωλημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μονοπωλώ
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοπωλημένος
|