μπέλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μπέλος | η | μπέλα | το | μπέλο |
γενική | του | μπέλου | της | μπέλας | του | μπέλου |
αιτιατική | τον | μπέλο | την | μπέλα | το | μπέλο |
κλητική | μπέλε | μπέλα | μπέλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μπέλοι | οι | μπέλες | τα | μπέλα |
γενική | των | μπέλων | των | μπέλων | των | μπέλων |
αιτιατική | τους | μπέλους | τις | μπέλες | τα | μπέλα |
κλητική | μπέλοι | μπέλες | μπέλα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπέλος < σλαβικής προέλευσης бела/bela (= λευκή) < πρωτοσλαβική *bělъ (λευκός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰēlHs (λευκός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μπέλος, -α, -ο
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) λευκός, άσπρος
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Χρησιμοποείται σχεδόν αποκλειστικά για πρόβατα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπέλος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)