μπανανία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπανανιά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπανανία οι μπανανίες
      γενική της μπανανίας των μπανανιών
    αιτιατική την μπανανία τις μπανανίες
     κλητική μπανανία μπανανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπανανία < μπανάν(α) + -ία ((απόδοση) αγγλική banana republic)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.naˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐να‐νί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπανανία θηλυκό

  • (μειωτικό) χαρακτηρισμός χώρας, ο οποίος υπονοεί πως η χώρα κυβερνιέται από διεφθαρμένα άτομα και εξωτερικές παρεμβάσεις από άλλη, ισχυρότερη οικονομικά, χώρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]