μπερδευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπερδευτικός η μπερδευτική το μπερδευτικό
      γενική του μπερδευτικού της μπερδευτικής του μπερδευτικού
    αιτιατική τον μπερδευτικό την μπερδευτική το μπερδευτικό
     κλητική μπερδευτικέ μπερδευτική μπερδευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπερδευτικοί οι μπερδευτικές τα μπερδευτικά
      γενική των μπερδευτικών των μπερδευτικών των μπερδευτικών
    αιτιατική τους μπερδευτικούς τις μπερδευτικές τα μπερδευτικά
     κλητική μπερδευτικοί μπερδευτικές μπερδευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπερδευτικός (νεολογισμός) < μπερδεύ(ω) + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική confusing)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Επίθετο[επεξεργασία]

μπερδευτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]