μπερδευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπερδευτικός (νεολογισμός) < μπερδεύ(ω) + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική confusing)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίθετο[επεξεργασία]
μπερδευτικός, -ή, -ό
- (αργκό) αυτός που σε κάνει να μπερδευτείς, σε κάνει μπερδεμένο, σε σύγχυση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπερδευτικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)