Μετάβαση στο περιεχόμενο

μυττωτός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυττωτός οἱ μυττωτοί
      γενική τοῦ μυττωτοῦ τῶν μυττωτῶν
      δοτική τῷ μυττωτ τοῖς μυττωτοῖς
    αιτιατική τὸν μυττωτόν τοὺς μυττωτούς
     κλητική ! μυττωτέ μυττωτοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυττωτώ
γεν-δοτ τοῖν  μυττωτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυττωτός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυττωτός, -οῦ αρσενικό

  • (γαστρονομία) είδος σκορδαλιάς, έδεσμα που παρασκευάζεται με ζύμη που περιέχει ανακατεμένα διάφορα υλικά, όπως τυρί, μέλι, σκόρδο κ.ά.
      οἴμοι τάλας μυττωτὸν ὅσον ἀπώλεσα (Αριστοφάνης, Αχαρνείς, 174)
      αἰτίαι δὲ δυσεντερίης μυρίαι, ἐπίκαιροι δὲ, ἀπεψίαι , ψύξιες συνεχέες, δριμέων πρόσαρσις, μυττωτῶν, κρομμύου αὐτοῦ, σκορόδου, κρεῶν παλαιῶν δριμέων ἐδωδή. (Αρεταίος, Περί δυσεντερίης, 2,9)
      Ἱππῶνάξ φησί που· θύννον τε καὶ μυττωτὸν ἡμέρας πάσας δαινύμενος, ὥσπερ Λαμψακηνὸς εὐνοῦχος, κατέφαγεν. (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί (επιτομή), 2, 1, 136)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]