νεφριαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
{δείτε|νεφριαῖος}}
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεφριαίος < ελληνιστική κοινή νεφριαῖος < αρχαία ελληνική νεφρός
Επίθετο
[επεξεργασία]νεφριαίος
- (σπάνιο) άλλη μορφή του νεφρικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεφριαίος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)