Μετάβαση στο περιεχόμενο

νεώριο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Νεώριο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεώριο τα νεώρια
      γενική του νεώριου
& νεωρίου
των νεώριων
& νεωρίων
    αιτιατική το νεώριο τα νεώρια
     κλητική νεώριο νεώρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεώριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεώριον[1] < νεωρός < ναῦς + οὖρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /neˈo.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεώριο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεώριο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) λιμάνι για πολεμικά πλοία, όπου ανελκύονταν στη στεριά για προστασία ή επισκευή
  2. (ναυτικός όρος) (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε λιμάνι ή χώρος σ’ αυτό, όπου επισκευάζονται (ή/και κατασκευάζονται) πλοία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]