νομίσας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
νομῐσᾰντ- | |||||||
ονομαστική | ὁ | νομίσᾱς | ἡ | νομίσᾱσᾰ | τὸ | νομίσᾰν | |
γενική | τοῦ | νομίσᾰντος | τῆς | νομισᾱ́σης | τοῦ | νομίσᾰντος | |
δοτική | τῷ | νομίσᾰντῐ | τῇ | νομισᾱ́σῃ | τῷ | νομίσᾰντῐ | |
αιτιατική | τὸν | νομίσᾰντᾰ | τὴν | νομίσᾱσᾰν | τὸ | νομίσᾰν | |
κλητική ὦ! | νομίσᾱς | νομίσᾱσᾰ | νομίσᾰν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | νομίσᾰντες | αἱ | νομίσᾱσαι | τὰ | νομίσᾰντᾰ | |
γενική | τῶν | νομισᾰ́ντων | τῶν | νομισᾱσῶν | τῶν | νομισᾰ́ντων | |
δοτική | τοῖς | νομίσᾱσῐ(ν) | ταῖς | νομισᾱ́σαις | τοῖς | νομίσᾱσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | νομίσᾰντᾰς | τὰς | νομισᾱ́σᾱς | τὰ | νομίσᾰντᾰ | |
κλητική ὦ! | νομίσᾰντες | νομίσᾱσαι | νομίσᾰντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νομίσᾰντε | τὼ | νομισᾱ́σᾱ | τὼ | νομίσᾰντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | νομίσᾰ́ντοιν | τοῖν | νομισᾱ́σαιν | τοῖν | νομισᾰ́ντοιν | |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νομίσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
[επεξεργασία]νομίσας, -ασα, -αν [ ῐ ]
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἐνόμισα) του ρήματος νομίζω
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λύσας' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'κλέψας' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'νομίσας' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)