νομικίστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]νομικίστικος
- (αρνητική συνυποδήλωση[2]) που για ιδιοτελείς λόγους γίνεται προσπάθεια εφαρμογής κυρίως του γράμματος κι όχι τόσο του πνεύματος του νόμου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- νομικίστικα
- → δείτε τις λέξεις νομικός και νόμος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νομικίστικος
|
- ↑ νομικίστικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ νομικίστικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)