νούντσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νούντσιος οι νούντσιοι
      γενική του νούντσιου των νούντσιων
    αιτιατική τον νούντσιο τους νούντσιους
     κλητική νούντσιε νούντσιοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νούντσιος < (λόγιο δάνειο) ιταλική nunzio (παλαιά ιταλικά) < λατινική nuntius

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈnun.t͡si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νούν‐τσι‐ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νούντσιος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]