νούντσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νούντσιος < (λόγιο δάνειο) ιταλική nunzio (παλαιά ιταλικά) < λατινική nuntius
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈnun.t͡si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νούν‐τσι‐ος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νούντσιος αρσενικό
- (θρησκεία) ο διαπιστευμένος αντιπρόσωπος του Πάπα προς στις κυβερνήσεις ξένων χωρών, διπλωματικός εκπρόσωπος (αντίστοιχος του πρέσβυ) του Βατικανού σε ξένη χώρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)