ιντερνούντσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιντερνούντσιος < (λόγιο δάνειο) ιταλική internuncio < λατινική internuntius < inter + nuntius
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /in.teɾˈnun.t͡si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ντερ‐νούν‐τσι‐ος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιντερνούντσιος αρσενικό
- απεσταλμένος ή διπλωματικός εκπρόσωπος του πάπα σε διπλωματικές αποστολές του Βατικανού στο εξωτερικό, που εκτελεί τα καθήκοντα του νούντσιου, όταν ο τελευταίος δεν υπάρχει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιντερνούντσιος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)