ξεπροβοδισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεπροβοδισμένος η ξεπροβοδισμένη το ξεπροβοδισμένο
      γενική του ξεπροβοδισμένου της ξεπροβοδισμένης του ξεπροβοδισμένου
    αιτιατική τον ξεπροβοδισμένο την ξεπροβοδισμένη το ξεπροβοδισμένο
     κλητική ξεπροβοδισμένε ξεπροβοδισμένη ξεπροβοδισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεπροβοδισμένοι οι ξεπροβοδισμένες τα ξεπροβοδισμένα
      γενική των ξεπροβοδισμένων των ξεπροβοδισμένων των ξεπροβοδισμένων
    αιτιατική τους ξεπροβοδισμένους τις ξεπροβοδισμένες τα ξεπροβοδισμένα
     κλητική ξεπροβοδισμένοι ξεπροβοδισμένες ξεπροβοδισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kse.pɾo.vo.ðiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐προ‐βο‐δι‐σμέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

ξεπροβοδισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]