ξεπροβοδισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.pɾo.vo.ðiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐προ‐βο‐δι‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεπροβοδισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξεπροβοδώ ή ξεπροβοδίζω και ξεπροβοδώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεπροβοδισμένος
|