ογκοκατασταλτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ογκοκατασταλτικός (νεολογισμός) < όγκ(ος) + -ο- + κατασταλτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ογκοκατασταλτικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, βιολογία, ιατρική) που καταστέλλει την εμφάνιση καρκινικού όγκου και ρυθμίζει την ανάπτυξη των κυττάρων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις όγκος και καταστέλλω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ογκοκατασταλτικός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ογκοκατασταλτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ογκοκατασταλτικός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr