ομόγραφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομόγραφος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ομόγραφος, -η, -ο
- που γράφεται με τον ίδιο τρόπο (προς κάποιον άλλον)
- (γραμματική) ομόγραφα ή ομόγραφες λέξεις ονομάζονται οι λέξεις που γράφονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, έχουν όμως διαφορετική σημασία
- θησαυρός, το κτήριο, το λεξικό ή τα πλούτη
- κόλπος στη γεωγραφία και στην ανατομία
- καρπός του δέντρου ή του χεριού
- μόσχος, το μοσχάρι ή η οσμή