οργιαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οργιαστικός < αρχαία ελληνική ὀργιαστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]οργιαστικός, -ή, -ό
- σχετικός με όργια
- οργιαστικές τελετές προς τιμήν του Διονύσου και άλλων θεοτήτων
- (μεταφορικά) εξαιρετικά ανεπτυγμένος