οργιαστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργιαστικός η οργιαστική το οργιαστικό
      γενική του οργιαστικού της οργιαστικής του οργιαστικού
    αιτιατική τον οργιαστικό την οργιαστική το οργιαστικό
     κλητική οργιαστικέ οργιαστική οργιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργιαστικοί οι οργιαστικές τα οργιαστικά
      γενική των οργιαστικών των οργιαστικών των οργιαστικών
    αιτιατική τους οργιαστικούς τις οργιαστικές τα οργιαστικά
     κλητική οργιαστικοί οργιαστικές οργιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οργιαστικός < αρχαία ελληνική ὀργιαστικός

Επίθετο[επεξεργασία]

οργιαστικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με όργια
    οργιαστικές τελετές προς τιμήν του Διονύσου και άλλων θεοτήτων
  2. (μεταφορικά) εξαιρετικά ανεπτυγμένος
    οργιαστική βλάστηση
     συνώνυμα: οργιώδης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]