ουρηθροπλαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουρηθροπλαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urethroplastic < urethroplasty < αρχαία ελληνική οὐρήθρα < οὐρέω / οὐρῶ + πλαστῐκός
Επίθετο[επεξεργασία]
ουρηθροπλαστικός
- που έχει σχέση με την ουρηθροπλαστική ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουρηθροπλαστικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)