πέλυξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πέλυξ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πελυκ-
ονομαστική πέλυξ οἱ πέλυκες
      γενική τοῦ πέλυκος τῶν πελύκων
      δοτική τῷ πέλυκ τοῖς πέλυξ(ν)
    αιτιατική τὸν πέλυκ τοὺς πέλυκᾰς
     κλητική ! πέλυξ πέλυκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πέλυκε
γεν-δοτ τοῖν  πελύκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

πέλυξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέλυξ, -υκος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

πέλυξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέλυξ, -υκος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]