παγιδευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγιδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παγιδεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]παγιδευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παγιδεύω