παγοδρομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγοδρομία οι παγοδρομίες
      γενική της παγοδρομίας των παγοδρομιών
    αιτιατική την παγοδρομία τις παγοδρομίες
     κλητική παγοδρομία παγοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παγοδρομία σε παραλία της Αυστραλίας.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγοδρομία < πάγ(ος) + -ο- + -δρομία, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εislauf

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɣo.ðɾoˈmi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγοδρομία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]