πανάκεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανάκεια < αρχαία ελληνική πανακής < παν- + ἄκος (θεραπεία, φάρμακο)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈna.ci.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανάκεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
- το φάρμακο που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες
- (μεταφορικά) η λύση, η θεραπεία για όλα τα προβλήματα