παραπληροφόρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραπληροφόρηση | οι | παραπληροφορήσεις |
γενική | της | παραπληροφόρησης | των | παραπληροφορήσεων |
αιτιατική | την | παραπληροφόρηση | τις | παραπληροφορήσεις |
κλητική | παραπληροφόρηση | παραπληροφορήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού (παραπληροφορήσεως) δεν συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπληροφόρηση < παρα- + πληροφόρηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική misinformation
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.pli.ɾoˈfo.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐πλη‐ρο‐φό‐ρη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραπληροφόρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραπληροφορώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραπληροφόρηση
|
|