παραχειμαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραχειμαστικός < ελληνιστική κοινή παραχειμαστικός < παραχειμάζω < αρχαία ελληνική χειμάζω < χειμών
Επίθετο[επεξεργασία]
παραχειμαστικός
- που έχει σχέση με παραχείμαση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραχειμαστικός
|