παχυμένος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παχυμέν
ος
η
παχυμέν
η
το
παχυμέν
ο
γενική
του
παχυμέν
ου
της
παχυμέν
ης
του
παχυμέν
ου
αιτιατική
τον
παχυμέν
ο
την
παχυμέν
η
το
παχυμέν
ο
κλητική
παχυμέν
ε
παχυμέν
η
παχυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παχυμέν
οι
οι
παχυμέν
ες
τα
παχυμέν
α
γενική
των
παχυμέν
ων
των
παχυμέν
ων
των
παχυμέν
ων
αιτιατική
τους
παχυμέν
ους
τις
παχυμέν
ες
τα
παχυμέν
α
κλητική
παχυμέν
οι
παχυμέν
ες
παχυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
παχυμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
παχύνω
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
απάχυντος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις λέξεις
παχύνω
και
παχύς
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
παχυμένος
αγγλικά
:
fattened
(en)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες