περιδεδεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
περιδεδεμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιδεδεμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος περιδέω (περιδένω)
Μετοχή[επεξεργασία]
περιδεδεμένος, -η, -ο
- (λόγιο) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος περιδένω (στη δημοτική, περιδεμένος)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)