περιζωσμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]περιζωσμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος περιζώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιζωσμένος
|