πλανεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pla.neˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐νε‐μέ‐νος
- παρώνυμο: πλανημένος
Μετοχή[επεξεργασία]
πλανεμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πλανεύω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πλάνος
- η μετοχή πλανημένος, του πλανώ
Σύνθετα[επεξεργασία]
- λήγουν σε -πλανεμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
όπως ενδεικτικά, (ιδίως στη λογοτεχνία)