πλανητοσκόπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλανητοσκόπιο τα πλανητοσκόπια
      γενική του πλανητοσκοπίου
πλανητοσκόπιου
των πλανητοσκοπίων
    αιτιατική το πλανητοσκόπιο τα πλανητοσκόπια
     κλητική πλανητοσκόπιο πλανητοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλανητοσκόπιο < πλανήτ(ης) + -ο- + -σκόπιο (αρχαία ελληνική σκοπέω /σκοπῶ (παρατηρώ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Πλανητοσκόπιο του 18ου αιώνα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλανητοσκόπιο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • orrery στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]