πληβείος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πληβείος οι πληβείοι
      γενική του πληβείου των πληβείων
    αιτιατική τον πληβείο τους πληβείους
     κλητική πληβείε πληβείοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πληβείος < ελληνιστική κοινή πληβεῖος < λατινική plebeius < plebs / plebes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πληβείος αρσενικό (θηλυκό πληβεία)

  1. (ιστορία, αρχαία Ρώμη) πολίτης της κατώτερης κοινωνικής τάξης
  2. (κατ’ επέκταση) άτομο των κατώτερων κοινωνικών τάξεων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]