πλινθοδομημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλινθοδομημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πλινθοδομώ
Μετοχή[επεξεργασία]
πλινθοδομημένος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις πλινθοδομή, πλίνθος και δόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλινθοδομημένος
|