πλῆσμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πλῆσμᾰ τὰ πλήσμᾰτ
      γενική τοῦ πλήσμᾰτος τῶν πλησμᾰ́των
      δοτική τῷ πλήσμᾰτ τοῖς πλήσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πλῆσμᾰ τὰ πλήσμᾰτ
     κλητική ! πλῆσμᾰ πλήσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλήσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  πλησμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλῆσμα < πίμπλημι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλῆσμα, -ατος ουδέτερο

  1. (μεταφορικά, κυριολεκτικά) γέμισμα, κορεσμός, χόρτασμα
  2. (για ζώα) γονιμοποίηση, γκάστρωμα
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 23 @scaife.perseus
    Ἴσχει δὲ γάλα κύουσα δεκάμηνος οὖσα. Τεκοῦσα δὲ βιβάζεται ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ, καὶ μάλιστα δέχεται τὸ πλῆσμα ταύτῃ βιβασθεῖσα τῇ ἡμέρᾳ, λαμβάνει δὲ καὶ ὕστερον. Ἐὰν δὲ μὴ τέκῃ πρὶν τὸ γνῶμα λιπεῖν, οὐκέτι λαμβάνει πλῆσμα οὐδὲ κυΐσκεται τοῦ λοιποῦ βίου παντός.
    ΣτΕ: Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην αναπαραγωγική διαδικασία των γαϊδουριών.
     συνώνυμα: πλησίασμα, πλησιασμός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]