πνευμονολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πνευμονολόγος οι πνευμονολόγοι
      γενική του/της πνευμονολόγου των πνευμονολόγων
    αιτιατική τον/την πνευμονολόγο τους/τις πνευμονολόγους
     κλητική πνευμονολόγε πνευμονολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πνευμονολόγος < πνευμονο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pneumologue < αρχαία ελληνική πνεύμων + λόγος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pnev.mo.noˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πνευ‐μο‐νο‐λό‐γος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πνευμονολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πνεύμονας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]