πολιορκημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιορκημένος η πολιορκημένη το πολιορκημένο
      γενική του πολιορκημένου της πολιορκημένης του πολιορκημένου
    αιτιατική τον πολιορκημένο την πολιορκημένη το πολιορκημένο
     κλητική πολιορκημένε πολιορκημένη πολιορκημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιορκημένοι οι πολιορκημένες τα πολιορκημένα
      γενική των πολιορκημένων των πολιορκημένων των πολιορκημένων
    αιτιατική τους πολιορκημένους τις πολιορκημένες τα πολιορκημένα
     κλητική πολιορκημένοι πολιορκημένες πολιορκημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολιορκημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου πολιορκώ

Μετοχή[επεξεργασία]

πολιορκημένος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]