πολυμεταβλητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυμεταβλητός < ελληνιστική κοινή πολυμετάβλητος[1] < αρχαία ελληνική πολύς + μεταβάλλω < μετά + βάλλω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multivariate[2])
Επίθετο
[επεξεργασία]πολυμεταβλητός, -ή, -ό
- (στατιστική) που τον επηρεάζουν πολλές μεταβλητές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυμεταβλητός
- ↑ πολυμετάβλητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ πολυμεταβλητός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στατιστική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)