πολυτάλαντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυτάλαντος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυτάλαντος[1] < αρχαία ελληνική πολύς + τάλαντον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /po.liˈta.lan.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐τά‐λα‐ντος
Επίθετο
[επεξεργασία]πολυτάλαντος, -η, -ο
- που έχει πολλά ταλέντα, δεξιότητες, ικανότητες ή χαρίσματα
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυτάλαντος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πολυτάλαντος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)