προδιαγεγραμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προδιαγεγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προδιαγράφω
Μετοχή[επεξεργασία]
προδιαγεγραμμένος, -η, -ο
- που έχει προδιαγραφεί ή προσδιοριστεί εκ των προτέρων, που είναι καθορισμένος εξαρχής
- Το μέλλον του ήταν τραγικά προδιαγεγραμμένο, γονείς στη φυλακή, κανείς συγγενής πρόθυμος να αγκαλιάσει, φτώχεια και μοναξιά
- → δείτε τη λέξη προδιαγράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προδιαγεγραμμένος