προθώρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προθώρακας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προθώραξ από την αιτιατική ενικού «τὸν προθώρακα», λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prothorax [1] < αρχαία ελληνική προ- + θώραξ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾoˈθo.ɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐θώ‐ρα‐κας
- όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου τον: ΔΦΑ : /tom‿bɾoˈθo.ɾa.ka/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προθώρακας αρσενικό
- (εντομολογία) η πρόσθια άρθρωση του θώρακα εντόμων· μπροστά του βρίσκεται το κεφάλι και πίσω του ο μεσοθώρακας
- (οπλισμός. για πυροβόλα) σταθερός μεταλλικός δακτύλιος που προστατεύει τον θάλαμο χειρισμού που είναι κλεισμένος μέσα σε σιδερένιο θόλο
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη θώρακας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- προθώραξ - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- προθώρακας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)