προπένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική propene < γαλλική propionique + -ene < αρχαία ελληνική πρῶτος ή πρό + πίων
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /proˈpe.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πέ‐νι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προπένιο ουδέτερο
- (χημεία) ένα αλκένιο που είναι ένας άχρωμος πτητικός (σε θερμοκρασία και πίεση δωματίου) υδρογονάνθρακας με χημικό τύπο C₃H₆
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- προπένιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)