προπένιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προπένιο τα προπένια
      γενική του προπενίου
προπένιου
των προπενίων
    αιτιατική το προπένιο τα προπένια
     κλητική προπένιο προπένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική propene < γαλλική propionique + -ene < αρχαία ελληνική πρῶτος ή πρό + πίων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /proˈpe.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐πέ‐νι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προπένιο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]