προπηλακιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπηλακιζόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπηλακιζόμενος (→ δείτε προπηλακίζω, ρίχνω λάσπη)
Μετοχή[επεξεργασία]
προπηλακιζόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προπηλακίζω
- ↪ ...ο οποίος μάταια προσπαθούσε να επιτελέσει το έργο του εμποδιζόμενος, υβριζόμενος και προπηλακιζόμενος από εκατοντάδες οπαδούς της...
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προπηλακιζόμενος
|
αρχαία ελληνικά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
προπηλακιζόμενος, -η, -ον
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα (προπηλακίζομαι) του ρήματος προπηλακίζω
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)